εισδρομη

εισδρομη
    εἰσδρομή
    εἰσ-δρομή
    староатт. ἐσδρομή ἥ набег, вторжение
    

(λογχῇ εἰσδρομέν ποιεῖσθαι Eur.; ἐν τῇ ἐσδρομῇ ἀπολέσαι τινά Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εισδρομη" в других словарях:

  • εισδρομή — εἰσδρομή και ἐσδρομή, η (Α) εισβολή, επιδρομή …   Dictionary of Greek

  • εἰσδρομή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσδρομῆς — εἰσδρομή inroad fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσδρομήν — εἰσδρομή inroad fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσδρομῇ — εἰσδρομή inroad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσδρομήν — εἰσδρομή inroad fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδρομή — ἡ, Μ λαθραία είσοδος, το να μπει κάποιος χωρίς να γίνει αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσδρομή «εισβολή, έφοδος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»